Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου


Γεννήθηκε τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στή Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπό τόν Δῆμο καί τήν Βασιλική Κεφάλα καί ἦταν τό πέμπτο ἀπό τά ἕξι παιδιά τους. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καί κατόπιν ὡς παιδονόμος στό σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στήν Χίο, ὅπου, ἀπό τό 1866 μέχρι τό 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στό χωριό Λίθειο. Τό 1876 ἐκάρη μοναχός στή Νέα Μονή Χίου μέ τό ὄνομα Λάζαρος καί στίς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καί ἀνέλαβε τήν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τό 1881 ἦλθε στήν Ἀθήνα, ὅπου μέ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καί πῆρε τό πτυχίο του τό 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τόν χειροτόνησε τό 1886 πρεσβύτερο καί τοῦ ἔδωσε τά καθήκοντα τοῦ γραμματέα καί Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικός ἐπίτροπος στό Κάιρο.
Στίς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτική καί ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικός ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρός τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιά νά μή λυπήσει τόν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καί Φωκίδας (1893 – 1894) καί διευθυντής τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στήν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νά τόν διαδεχθεῖ, ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στά κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιά νά «ρουφήξει» τό νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τό 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονή στήν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικά τήν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τό 1908, μετά τήν παραίτησή του ἀπό τή Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καί ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δέ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλά θαύματα, πρίν ἀλλά καί μετά τόν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στήν Ι. Μονή Ἁγίας Τριάδος στήν Αἴγινα.

Ἡ ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στίς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καί στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μέ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.