Βίοι Αγίων

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ

Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ,. από γονείς ειδωλολάτρες. Η μητέρας της πέθανε όταν η Μαρίνα ήταν πολύ μικρή και ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε μια εξαιρετική γυναίκα, η οποία ήταν κρυφή Χριστιανή. Έτσι η Μαρίνα από την νηπιακή της ηλικία βρέθηκε σε περιβάλλον Χριστιανικό.
Σε ηλικία 15 ετών, αποκάλυψε στον πατέρα της ότι είναι Χριστιανή και εκείνος συγκλονισμένος και μη ξέροντας τι να κάνει για να την συνετίσει, πήρε την απόφαση να την καταγγείλει στον Έπαρχο Ολύμβριο.
Αυτός διέταξε να την συλλάβουν για ανάκριση. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, η Μαρίνα άφοβα ομολόγησε ότι είναι Χριστιανή. Αυτός προσπάθησε να την μεταπείσει, αλλά μάταια. Τότε διέταξε να την φυλακίσουν. Τα μαρτύρια που ακολούθησαν ήταν τρομερά. Το καθένα πιο σκληρό από το άλλο. Η Αγία όμως δεν λύγισε. Κανένα κακό δεν στάθηκε ικανό να της κάμψει την θέληση και να την κάνει να αρνηθεί την πίστη της.
Όταν ο Ολύμβριος την κάλεσε για δεύτερη φορά και διαπίστωσε ότι η πίστη της ήταν αμετακίνητη στο Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της ως εκ θαύματος, έκλεισαν και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, πολλοί παρευρισκόμενοι να ασπαστούν τον Χριστιανισμό.
Μπροστά σε αυτό τον «κίνδυνο» ο Έπαρχος Ολύμβριος, τελικά την αποκεφάλισε. Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της στις 17 Ιουλίου.

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ  ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
 

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ




ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες. Η μνήμη του γιορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 25 Ιανουαρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσες και όσοι φέρουν το όνομα Γρηγόριος και Γρηγορία.

Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, γι’ αυτό λέγεται και Ναζιανζηνός. Έλαβε χριστιανική αγωγή από τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος στη Ναζιανζό, αν και αρχικά ανήκε στην ιουδαΐζουσα αίρεση των Υψισταρίων, και τη μητέρα του Νόννα. Σπούδασε στα πιο ονομαστά πνευματικά κέντρα της εποχής του, στην Καισάρεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου είχε συμμαθητή τον Μέγα Βασίλειο.
Μετά τις σπουδές του γύρισε στη Ναζιανζό, σε ηλικία 30 ετών. Αφού βαπτίστηκε, έφυγε για την έρημο, όπου έγινε μοναχός. Από την έρημο το κάλεσε ο γέρος πατέρας του για να τον βοηθήσει στο ποιμαντικό του έργο και κατ’ απαίτηση των χριστιανών και παρά τη θέλησή του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αργότερα, ο Μέγας Βασίλειος, που ήταν αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια, τον χειροτόνησε επίσκοπο, παρά τη θέλησή του και πάλι.
Ο Γρηγόριος δεν έμεινε για πολύ στη θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του προτίμησε να φύγει και πάλι στην έρημο. Ήταν, όμως, γνωστός για την αρετή, τη σοφία και την ορθή πίστη του, ώστε οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης τον κάλεσαν να αναλάβει τον αγώνα εναντίον των Αρειανών, οι οποίοι με τις αιρετικές διδασκαλίες τους είχαν διχάσει το ποίμνιο της Εκκλησίας.
Ο Γρηγόριος δέχτηκε, μετέβη στην πρωτεύουσα κι έστησε το πνευματικό στρατηγείο του στο μικρό ναό της Αγίας Αναστασίας. Εκεί εκφώνησε τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους του ενάντια στους αρειανόφρονες, για τους οποίους ονομάστηκε Θεολόγος. Το 381 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Β' Οικουμενική Σύνοδος για να καταδικάσει τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, για ακόμη μία φορά τον Άρειο και να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως. Τα μέλη της συνόδου τον ανακήρυξαν πρόεδρό της και ταυτόχρονα τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Όμως, ορισμένα μέλη της Συνόδου, που εμφανίστηκαν καθυστερημένα στις εργασίες της, αμφισβήτησαν την εκλογή του και ο Γρηγόριος δεν δίστασε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην έρημο, αφού προηγουμένως εκφώνησε τον περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του. Εκεί πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, με προσευχή, μελέτη και συγγραφή.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο χωρίζεται σε:
  • Λόγους (αντιαιρετικούς, εόρτιους, εγκωμιαστικούς κλπ)
  • Επιστολές (διασώζονται 246)
  • Ποιήματα (θεολογικά και ιστορικά)
Το θρησκευτικό δράμα «Χριστός Πάσχων», που αποδιδόταν σ’ αυτόν, είναι έργο αρκετά μεταγενέστερο.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390, σε ηλικία 61 ετών.

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ


ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ

Στις 30 Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.Χ.. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των Γραμμάτων, μια και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Μεγάλοι Δάσκαλοι αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας.

Οι Τρεις Ιεράρχες είναι: ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Η γιορτή τους είναι γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων, γιορτή των δασκάλων και των μαθητών.
Είναι γιορτή τόσο Σχολική όσο και Χριστιανική.
Σχολική είναι, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, φημισμένοι ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα γράμματα, διαθέτοντας ολόκληρη  την περιουσία τους.
Χριστιανική είναι, γιατί και οι τρεις ήταν ευσεβείς Ιεράρχες, επιφανείς θεολόγοι, με κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο, που διέθεσαν τη ζωή τους στην πίστη τους για το Χριστό.
Μελέτησαν τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να  συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα ειδωλολατρικά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».
Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.
Δικαιολογημένα η εποχή τους ονομάστηκε: «Χρυσός Αιώνας της Εκκλησίας».
Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι πολύ μεγάλο. Όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά και η χριστιανική ψυχή τους γίνονταν στέγη για όσους είχαν ανάγκη.
Ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγισαν τα πλούτη και τα χρήματά τους. Τίποτα δεν κράτησαν για τον εαυτό τους. Όλα τα υπάρχοντά τους τα διέθεσαν για να δώσουν χαρά στους συνάνθρωπούς τους.
Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Θεού με πάθος, γεγονός που σε συνδυασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους και εχθρούς με βασιλιάδες και άρχοντες.
Δίκαια, λοιπόν, ονομάστηκαν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και Προστάτες των Γραμμάτων και των Σχολείων.

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ή ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ, αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Γονείς του ήταν η ενάρετη Εμμέλεια που ήταν κόρη μάρτυρα και ο ονομαστός ρήτορας Βασίλειος. Από την ευλογημένη αυτή οικογένεια αναδείκτηκαν άγιοι της Εκκλησίας μας γιαγιά, μητέρα και τέσσερα παιδιά.

 Οι πλούσιοι γονείς του φρόντισαν να πάρει μεγάλη μόρφωση. Σπούδασε στην Καισάρεια και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο, το Ναζιανζηνό.
Ο  Βασίλειος ύστερα από τις λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Καισάρεια. Εκεί άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και αφού βαφτίστηκε σε μεγάλη ηλικία, όπως συνηθιζόταν τότε, αποφάσισε να γίνει μοναχός.
Για να γνωρίσει μεγάλους ασκητές της εποχής του επισκέπτηκε την Αίγυπτο την Παλαιστίνη αλλά και άλλες χώρες. Γοητευμένος, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και μόνασε σ’ένα ερημικό μέρος του Πόντου.
Όταν είδε ότι οι αιρετικοί κατατάραζαν την Εκκλησία δέκτηκε το μεγάλο αξίωμα της ιεροσύνης. Έγινε διάκονος, ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καισάρειας απ’ όπου καταπολέμησε  σθεναρά τον αρειανισμό.
Ιστορική έμεινε η απάντηση που έδωσε στο φιλαρειανό απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ύπαρχο Μόδεστο, όταν τον απείλησε αυστηρά με δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο: «Τίποτε από αυτά δε φοβάμαι» απάντησε ο Βασίλειος, «γιατί περιουσία δεν έχω παρά μόνο τα φτωχά μου ρούχα και λίγα βιβλία. Εξορία δε φοβάμαι, γιατί όλοι σ’ αυτή τη ζωή είμαστε σαν τα πουλιά χωρίς μόνιμη στέγη. Βάσανα δε λογαριάζω, γιατί το ασθενικό μου σώμα γρήγορα θα πεθάνει. Κι ο θάνατος θα με φέρει κοντά στο Θεό, για τον οποίο ζω και εργάζομαι».
Ο Μέγας Βασίλειος θεμελίωσε  τη Χριστιανική του Θεολογία, αντλώντας επιλεκτικά από την αρχαιοελληνική και κυρίως από την πλατωνική φιλοσοφία.
Καθημερινά δίδασκε τους ανθρώπους εξηγώντας το Ευαγγέλιο.
Συμβούλευε τη νεολαία να διαβάζει την ελληνική ιστορία, μυθολογία, ποίηση και φιλοσοφία.
Έγραψε πολλά βιβλία, επιστολές, κηρύγματα, ομιλίες, προσευχές και τη Θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του.
Ολόκληρη πόλη, την περίφημη Βασιλειάδα, αποτελούν τα φιλανθρωπικά του ιδρύματα: νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, εργαστήρια, σχολεία κ.α. για τα οποία διέθεσε όλα του τα υπάρχοντα.
Πέθανε το 379, σε ηλικία 49 χρονών. Η Εκκλησία μας τον ονόμασε « Οικουμενικό και Μέγα διδάσκαλο». Τον τιμάει ως άγιο την 1η Ιανουαρίου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ονομάστηκε Χρυσόστομος για τις ρητορικές του ικανότητες. Γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια της Συρίας. Γονείς του ήταν ο ανώτερος αξιωματικός Σεκούνδος και η ευσεβής Ανθούσα. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από τον πατέρα του και το βάρος της ανατροφής και μόρφωσής του έπεσε στην ενάρετη Ανθούσα.
Ύστερα από τη γενική εκπαίδευση, ο Ιωάννης, σπούδασε ρητορική στη σχολή του περίφημου δασκάλου της εποχής εκείνης, του εθνικού Λιβάνιου.
Μετά τις λαμπρές φιλοσοφικές και νομικές σπουδές του, ο Ιωάννης άσκησε στην Αντιόχεια το επάγγελμα του δικηγόρου. Γρήγορα όμως τον τράβηξαν οι θεολογικές σπουδές και όταν βαπτίστηκε, άρχισε να ζει ασκητική ζωή.
Ύστερα από μερικά χρόνια ασκητικής ζωής, ο Ιωάννης δέχτηκε τη χάρη της ιεροσύνης και υπηρέτησε την Εκκλησία. Με τα λαμπρά του κηρύγματα και κυρίως μα το έξοχο παράδειγμά του μαγνήτιζε τις ψυχές των πιστών. Είχε κατορθώσει να τρέφει καθημερινά πάνω από 3.000 φτωχούς.

Η φήμη και το καλό όνομά του έγιναν γνωστά σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο βασιλιάς Αρκάδιος τον πήρε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εξέλεξαν Αρχιεπίσκοπο.
Στα φλογερά του κηρύγματα καλούσε σε ηθική εξυγίανση της κοινωνίας και ασκούσε αυστηρή κριτική στον κλήρο και στους κυβερνώντες προκαλώντας τις αντιδράσεις της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των εκκλησιαστικών κύκλων. Εκθρονίστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία. Αλλά ο λαός πέτυχε την ματαίωσή της.
Σύντομα όμως ακολούθησε άλλη μόνιμη και μαρτυρική στην Αρμενία και αργότερα στην Πιτυούντα του Πόντου.
Στο δρόμο κι ενώ βρισκόταν στα Κόμανα του Πόντου, πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Παρά ταύτα όμως, αναγνωρίστηκαν οι πολύτιμες υπηρεσίες του και αποκαταστάθηκε η μνήμη του.
Ύστερα από 30 χρόνια το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο ναό των Αγίων  Αποστόλων.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη ρητορική του τέχνη. Τα λόγια, η διδασκαλία και το κήρυγμά του συγκινούσαν όλους τους ανθρώπους. Γι αυτό τον ονόμασαν «Χρυσόστομο», δηλαδή στόμα χρυσό.
Ακόμα και σήμερα, «των αρετών το θησαύρισμα», καθώς τον ονόμασαν, εξακολουθεί να μας φωτίζει με τα πολλά του συγγράμματα. Ανάμεσα σ’ αυτά ιδιαίτερη θέση κατέχει η Θεία Λειτουργία που φέρει τ’όνομά του.
Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου, στις 27 Ιανουαρίου (Ανακομιδή) και στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ή ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΙΝΟΣ
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας γι αυτό και ονομάστηκε Ναζιανζηνός. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από παλιά και πλούσια οικογένεια του τόπου του. Οι ευσεβείς γονείς του, η Νόννα και ο επίσκοπος Γρηγόριος του έδωσαν χριστιανική ανατροφή.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία και εκτίμηση που έμεινε ζωντανή και δυνατή σε όλη τους τη ζωή.
Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε και στην Αθήνα μαζί με το φίλο του Βασίλειο.
Μετά τις τόσο λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό. Τότε, καθώς φαίνεται, δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν μόνασε, όπως είδαμε, για ένα διάστημα στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο.
Αργότερα ο Γρηγόριος ήρθε κοντά στο γέροντα πατέρα του και τον βοηθούσε στα ποιμαντικά του έργα. Με απαίτηση όμως των Χριστιανών και χωρίς να το θέλει ο ίδιος, καθώς θεωρούσε πολύ μεγάλο το αξίωμα της ιεροσύνης, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ύστερα από μερικά χρόνια, μπροστά στην επιμονή του φίλου του και αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων.
Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.

Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία.
Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου» του Θεού, με θαυμαστά αποτελέσματα.
Γι αυτή τη σοφία και ευλάβεια στα θεία, δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε «Θεολόγο», πρώτον αυτόν ύστερα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή.
Σε λίγο στέφτηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την Ορθοδοξία.
Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του  όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων. Πέθανε το 390 μ.Χ.
Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.
  
 Οι Τρεις Ιεράρχες έδειξαν με τη ζωή και το έργο τους ότι  η πίστη προς το Θεό και η αγάπη προς το συνάνθρωπο συμβαδίζουν. Νοημάτισαν τον αρχαίο κλασικό κόσμο και διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο.
Οι ίδιοι είναι και θα είναι οδηγοί προς την αληθινή γνώση και μόρφωση, αγαθά πρότυπα κάθε νέου ανθρώπου.
Ο ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερεύς στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και έζησε επί αυτοκρατορίας του Σεπτιμίου Σεβήρου (193 - 211 μ.Χ.). Όταν το έτος 198 μ.Χ. ο Σέβηρος εξαπέλυσε απηνή διωγμό κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος της Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τον Άγιο και του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του. Όμως ο Άγιος όχι μόνο δεν το έκανε αυτό, αλλά αντίθετα ομολόγησε στον έπαρχο την προσήλωσή του στον Χριστό και δήλωσε με παρρησία ότι σε οποιοδήποτε βασανιστήριο και να υποβληθεί δεν πρόκειται να αρνηθεί την πίστη της Εκκλησίας. Τότε η σκοτισμένη και σαρκική ψυχή του Λουκιανού επέτεινε την οργή της και διέταξε να αρχίσουν τα φρικώδη βασανιστήρια στο γέροντα ιερέα. Πρώτα τον γύμνωσαν και ο ίδιος ο Λουκιανός, παίρνοντας το ξίφος του προσπάθησε να πληγώσει το σώμα του Αγίου. Όμως αποκόπηκαν τα χέρια του και έμειναν κρεμασμένα στο σώμα του Ιερομάρτυρα και μόνο ύστερα από προσευχή του Αγίου συγκολλήθηκαν αυτά πάλι στο σώμα και ο ηγεμόνας κατέστη υγιής. Βλέποντας αυτό το θαύμα του Αγίου πολλοί από τους δημίους πίστεψαν στον αληθινό Θεό.

Με το ζόφο στο νου και με τη θηριωδία στην καρδιά, ο έπαρχος έδωσε εντολή να διαπομπεύσουν τον Άγιο και να τον σύρουν διά μέσου της πόλεως με χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Αγίου, ο οποίος με το μαρτύριό του έλαβε το αμαράντινο στέφανο της δόξας σε ηλικία 113 ετών.

Περί των Λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες. Η μοναχή Θεοτέκνη Αγιοστεφανίτισσα στο Συναξάρι του Αγίου Χαραλάμπους (1995 μ.Χ.), καταχωρεί πληροφορίες σχετικά με την τιμία Κάρα του Αγίου, η οποία φυλάσσεται στη Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η Κάρα του Αγίου δωρήθηκε στη Μονή από τον Ηγεμόνα της Βλαχίας Βλαδισλάβο, το 1412 – 1413 μ.Χ., μαζί με δύο κτήματα στο Μετόχι Μπουτόϊ. Για την εποχή και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε το πολύτιμο αυτό κειμήλιο στη Βλαχία, δεν σώθηκαν πληροφορίες. Επίσης, τμήματα της τιμίας κάρας του Αγίου Χαραλάμπους φυλάσσονται και στον ομώνυμο προσκυνηματικό ναό της κωμοπόλεως Θεσπιών της Βοιωτίας.


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ



ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΕΞ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Ο Άγιος Βλάσιος ήταν ηγούμενος ή εφυσυχάζων επίσκοπος στην Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου που βρίσκονταν στην περιοχή των Σκλαβαίνων – Ζαβέρδας νυν Παλαίρου Αιτωλοακαρνανίας. Ετελειώθει με μαρτυρικό θάνατο από Αγαρηνούς πειρατές μαζί με πέντε συμμοναστες του και πλήθος χριστιανών λαϊκών αντρών γυναικών και παιδιών που αποτελούσαν ποίμνιο του, για την πίστη τους στο Χριστό. Τον αποκεφάλισαν αφού προηγουμένως κάρφωσαν αργά στο σώμα του πέντε καρφιά. Στην συνέχεια οι δήμιοι του προσπάθησαν να κάψουν το σώμα του αλλά αυτό δεν κάηκε. Οι διασωθέντες χριστιανοί που έφτασαν στο σημείο έθαψαν τον Άγιο Βλάσιο χωριστά από τους πέντε συμμαρτυρίσαντες συνασκητές του, τους οποίους ενταφίασαν μαζί σε κοινό τάφο. Τους υπόλοιπους χριστιανούς τους έθαψαν φύρδην μύγδην σε μεγαλύτερο ομαδικό. Το μαρτύριο τους έλαβε χώρα την 19η Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή. Σε πέτρινη επιγραφή που βρέθηκε στο σημείο του τάφου του αναφέρονταν το έτος 1006 μ.Χ. η οποία πιθανώς να προσδιορίζει και τον χρόνο του μαρτυρίου του.

Σιγά σιγά χάνεται και σκεπάζεται από την λήθη του χρόνου το μαρτύριο και η ιστορικότητα του Αγίου Βλασίου και των συν αυτώ αλλά και όλων των γεγονότων τα οποία έλαβαν χώρα. Αγνοείται παντελώς η οντότητα του μεγάλου αυτού αγίου. Μόνο στις διηγήσεις της προφορικής παραδόσεως αναφέρεται η σφαγή που έλαβε χώρα, σε απροσδιόριστο παρελθοντικό χρόνο. Εκείθε και η ονομασία της περιοχής από Κιάφα σε «Σκλάβαινα» (περιοχή που υπέστη σκλαβια- αιχμαλωσία). Χάνεται κάθε ιστορική ή και μορφολογική ένδειξη της ύπαρξης του Αγίου για 900 και πλέον χρόνια. Όλα τα σκέπασε το σκότος της λησμονιάς. Αν και το όλο ιστορικό χάθηκε στα βάθη των αιώνων αν και τίποτα δεν καταμαρτυρούσε για τα γεγονότα των Σκλαβαίνων, αν και ο τόπος είχε αλλάξει ριζικά από μορφολογικής αλλά και πληθυσμιακής πλευράς, το θείο δώρο της Αγάπης του Θεού προς το σύγχρονο άνθρωπο αναδύεται ως θείο φως από το φάσμα των σκοτεινών 900 και πλέον χρόνων. Ευδοκείτε έτσι από το έτος 1915 μ.Χ. και εξής αρχίζουν να συμβαίνουν ανεξήγητα αλλά και θαυμαστά γεγονότα στην περιοχή των Σκλαβαίνων. Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής αρχίζουν να βλέπουν σε όνειρα κάποιον επιβλητικό και ιεροπρεπή ρασοφόρο, ο οποίος να τους έλεγε «Είμαι ο Άγιος Βλάσιος. Να σκάψετε στο σημείο αυτό και να βγάλετε τα λείψανα μου» και τους έδειχνε το συγκεκριμένο τόπο. Σημειωτέων ότι επί του σημείου του τάφου τίποτα δεν δήλωνε την ύπαρξη του. Πάνω από αυτό και εν αγνοία, είχαν κατασκευαστεί ποιμνιοστάσια και στάβλιζαν στο σημείο πρόβατα. Οι κάτοικοι μη μπορώντας να εξηγήσουν το γεγονός των εμφανίσεων αυτών του ιερέα, κατασκεύασαν ένα πέτρινο εικονοστάσι αφιερωμένο στον Άγιο Βλάσιο επίσκοπο Σεβαστείας (βλέπε ίδια ημέρα), στο σημείο που τους έδειχνε ο άγιος. Δεν επιχείρησαν όμως ποτέ να σκάψουν είτε από δυσπιστία είτε από τον φόβο της απογοήτευσης. Οι εμφανίσεις όμως του Αγίου άρχισαν να γίνονται πιο επίμονες και επιτακτικές με αποδέκτες πολλούς περισσότερους κατοίκους της περιοχής. Αλλά και πάλι δεν προχωρούσαν στο έργο της εκταφής του αγνώστου τάφου.

Κατά το έτος 1923 μ.Χ. ο Πανάγαθος Θεός ευδόκησε ώστε να δοξαστεί και επί της γης ο ένδοξος ιερομάρτυρας Του Βλάσιος. Και αυτό με την θαυμαστή δια ζώσης φανέρωση του, στην μακαριστή πλέον γερόντισσα Ευφροσύνη Κατσαρά. Μια απλή γνήσια και ευσεβή πολύτεκνη γυναίκα χήρα η οποία λάτρευε τον Θεό με την ίδια την ζωή της. Ήταν η νύκτα της 23η Αυγούστου του έτος 1923 μ.Χ. κατά την οποία η Ευφροσύνη φρόντιζε την ετοιμοθάνατη κόρη της η οποία έπασχε από τυφοειδή πυρετό. Ξαφνικά εν τω μέσω της νυκτός αφού ακούστηκε δυνατός κρότος άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα της οικίας και εκτυφλωτικό φως εισήλθε εντός αυτής. Από υπερκόσμια αυτή λάμψη περιβάλλονταν κάποιος επιβλητικός ιερέας, ενδεδυμένος άπασα την ιερατική στολή ο οποίος κρατούσε στο χέρι ποιμαντική ράβδο. Τα χαρακτηριστικά του τα διέκρινε με κάθε λεπτομέρεια η γερόντισσα Ευφροσύνη ενώ η κόρης της αντιλαμβάνονταν μόνο την εκτυφλωτική λάμψη. Ο άγιος ιερέας απευθυνόμενος στην Ευφροσύνη της είπε ότι είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να τον ακολούθησε για να της υποδείξει το ακριβές σημείο του τάφου του προκειμένου να ενεργήσει για την εκταφή του. Σαστισμένη η γερόντισσα από το γεγονός που ζούσε προέβελε στον Άγιο τον δισταγμό της λόγω της ασθένειας της κόρης της. Ο Άγιος τότε αφού έβγαλε κάποιον εγκόλπιο σταυρό σταύρωσε την ετοιμοθάνατη κόρη της και της ζήτησε ξανά να τον ακολουθήσει. Όπως κι έγινε. Μέσα στο αποπνικτικό σκοτάδι η Ευφροσύνη ακολούθησε το φωτοβόλο Άγιο Βλάσιο, ο οποίος την οδήγησε στο σημείο που είχαν χτίσει το προσκυνητάρι. Εκεί με την ράβδο που κρατούσε χάραξε ένα κύκλο στο χώμα, υποδυκνείοντας το σημείο που θα ‘πρεπε να σκάψουν για να βγάλουν τα άγια και χαριτόβρυτα λείψανα του. Στην συνέχεια ο Άγιος αφού επέστρεψε την Ευφροσύνη στο σπίτι της εξαφανίστηκε. Εκεί η γερόντισσα βρήκε την κόρη της πολύ καλύτερα και θεραπευμένη.

Από την επομένη ημέρα κιόλας άρχισε τις ενέργειες για να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων. Όλοι όμως την αντιμετώπιζαν με κάποια δυσπιστία και επιφύλαξη. Αρωγός όμως των προσπαθειών της αυτών ήταν ο Άγιος Βλάσιος που την καθοδηγούσε , αλλά και που εμφανίζονταν και σε άλλα άτομα προκειμένου να γίνει αυτή πιστευτή. Πράγματι οι προσπάθειες της απέδωσαν και άρχισαν οι εργασίες της ανακομιδής με πολλές επιφυλάξεις και μεγάλη ένταση.

Την τρίτη ημέρα των εργασιών κι ενώ για πολλοστή φορά ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν η σκαπάνη χτύπησε σε μια πέτρινη πλάκα. Ρίγη συγκίνησης και δέος κατέλαβαν τους παρευρισκομένους. όταν έβγαλαν την επιτάφια πλάκα μια ουράνια ευωδία ξεχύθηκε και απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Όλοι βρίσκονταν επί του τάφου, εντός του οποίου βρίσκονταν τα λείψανα του Αγίου Βλασίου και τα οποία τόσα χρόνια πριν σε ενύπνια τους ζητούσε να βγάλουν από την γη. Εντός του τάφου και επί των ιερών λειψάνων ευρέθηκαν ένας εγκόλπιος βαρύτατος σιδερένιος σταυρός και τα πέντε καρφιά του μαρτυρίου του.

Αφού περισυνέλλεξε η Ευφροσύνη τα ιερά λείψανα σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγίου άρχισε να ενεργεί τα δέοντα για την ανέγερση του ιερού του Ναού και την αγιογράφηση της ιεράς του Εικόνας.

Επίσης, ο Άγιος Βλάσιος έκανε δύο εμφανίσεις, μία σε όραμα στον ευσεβέστατο αείμνηστο Αρχιμ. Αρσένιο Τσαταλιό την 6-12-1978 μ.Χ. και μία άλλη στον ευλαβέστατο μοναχό Παΐσιο τον Αγιορείτη στο Άγιο Όρος το 1980 μ.Χ. (βλέπε εδώπερισσότερες λεπτομέρειες για το γεγονός).

Από την εμφάνιση του Αγίου μέχρι σήμερα άπειρες είναι οι θαυμαστές επεμβάσεις και οι εμφανίσεις του και τα πολλά θαύματα του στα πέρατα της οικουμένης. Ο Θεός χαρίτωσε τον μεγαλομάρτυρα και ιερομάρτυρα Βλάσιο και τους συναθλητές του κι επί της γης, όπως και αυτοί πριν από 900 περίπου χρόνια έδωσαν το πολυτιμότερο ως χοϊκοί την ίδια τους την ζωή. Κέρδισαν όμως μέρος την Ενδόξου Ουράνιας Βασιλείας. Ουράνια Βασιλεία είθε της οποίας δια Πρεσβειών του Αγίου ιερομάρτυρος Βλασίου του Ακαρνάνος και των συν Αυτώ να γίνουμε άπαντες μέτοχοι.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ